- ερυθραιμία
- η мед. эритремня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερυθραιμία — Χρόνια πάθηση του αιμοποιητικού συστήματος. Ονομάζεται και νόσος του Βακέζ, από το όνομα του Γάλλου γιατρού που την ανακάλυψε το 1897. Η ε. χαρακτηρίζεται από αύξηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων και του όγκου πλάσματος του αίματος καθώς και από… … Dictionary of Greek
υπερερυθραιμία — η, Ν ιατρ. αύξηση τού αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων πάνω από 6.000.000 ανά κυβικό εκατοστόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ερυθραιμία] … Dictionary of Greek
υπερυθραιμία — η, Ν ιατρ. κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός τών ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι μεγαλύτερος από τον κανονικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ερυθραιμία] … Dictionary of Greek
υποερυθραιμία — η, Ν ιατρ. η ελάττωση τού αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ερυθραιμία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. hypoglobulie] … Dictionary of Greek